- ἐκλόνησα
- κλονέωdrive tumultuouslyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλολογίζω — (Μ) λέω καλά λόγια για κάποιον, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλολογώ σχηματισμένος από τον αόρ. ἐκαλολόγησα (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
κλονίζω — (AM κλονίζω) σείω, τραντάζω, προκαλώ, απώλεια σταθερότητας («ολόκληρο το σπίτι κλονίστηκε από τον σεισμό») νεοελλ. μτφ. 1. προκαλώ δισταγμούς ή ενδοιασμούς ή αμφιβολίες σε κάποιον (α. «η τελευταία του αποτυχία τού κλόνισε την αυτοπεποίθηση» β. «η … Dictionary of Greek
μπεγλερίζω — 1. παίζω κομπολόι 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) μεταχειρίζομαι κάποιον όπως θέλω («... τους άντρες σαν τα ζάρια τούς μπεγλέρισα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. ενεστ. < αόρ. μπεγλέρησα τού μπεγλερώ (πρβλ. κλονῶ ἐκλόνησα κλονίζω)] … Dictionary of Greek